χοῦς

χοῦς
χοῦς, χοός, acc. χοῦν, (Hdt.+; ins, pap, LXX; JosAs 13:5; ParJer, ApcMos; ViJer 4 [Sch. p. 10, 2]; SibOr 8, 15; Philo; Jos., C. Ap. 1, 192, Ant. 14, 64; B-D-F §52; W-S. §8, 11 n. 7; Mlt-H. 127; 142) soil, dust, of the dust of the road (Is 49:23) ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν ὑμῶν Mk 6:11 (cp. Is 52:2 and s. ἐκτινάσσω 1). Of the dust that grief-stricken persons scatter upon their heads (Josh 7:6; La 2:10; ParJer 2:1–3; 4:7; 7:22; 9:11) ἔβαλον χοῦν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν Rv 18:19.—DELG s.v. χέω II. M-M. DNP II 1190–91.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χους — ο / χοῡς, γεν. χοός και χοῡ, ΝΜΑ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) 1. χώμα 2. εκκλ. (κατά την ΠΔ) η ύλη από την οποία ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο μσν. φρ. «χοῡς τῆς σαρκός» το περίβλημα τής ψυχής, το σώμα (Μετά Θεοφάν.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • χούς — (I) ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, ῶ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α 1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες 2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου αρχ. 1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε… …   Dictionary of Greek

  • χοῦς — χόω throw pres ind act 2nd sg (doric) χόω throw imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) χοῦς 1 *Mens. masc nom sg χοῦς 2 soil excavated masc acc pl (attic) χοῦς 2 soil excavated masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χους, Γιαν — (Hus, συχνά αποδίδεται στα ελληνικά και ως Ιωάννης Ούσιος· Χουιζίνετς; περίπου 1369 – Κωνστάντια 1415). Βοημός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πράγας και αφού χειροτονήθηκε ιερέας, αφιερώθηκε με πάθος στο θείο κήρυγμα,… …   Dictionary of Greek

  • χοὔς — οὕς , ὅς yas masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χουσί — χοῦς 1 *Mens. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χουσίν — χοῦς 1 *Mens. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοᾶ — χοῦς 1 *Mens. masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοός — χοῦς 1 *Mens. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόα — χοῦς 1 *Mens. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόας — χοῦς 1 *Mens. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”